- εννεακαιεικοσικαιεπτακοσιοπλασιάκις
- ἐννεακαιεικοσικαιεπτακοσιοπλασιάκις (Α)επίρρ. επτακόσιες εικοσιεννέα φορές («ἐννεακ... ἥδιον αὐτὸν ζῶντα εὑρήσει» — θα βρει ότι αυτός ζει 729 φορές πιο ευχάριστα, δηλ. πάρα πολύ, απείρως πιο ευχάριστα, Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.